Το γέλιο βγήκε από την κόλαση

Μέρα του γέλιου η χτεσινή, συνέπεσε για μια ακόμα φορά για τους χριστιανούς με τις μέρες της περίσκεψης και της νηστείας. Αυτή η αντίθεση του γέλιου με τη θρησκευτική πίστη συνοδεύει το χριστιανισμό από τη γέννησή του.

Πριν καταδικάσουμε τους φανατικούς μουσουλμάνους που δεν συμμερίζονται το χιούμορ της Δύσης -ειδικά όταν αναφέρεται στον Μωάμεθ- καλό είναι να ρίξουμε μια ματιά και στα «δικά μας».

Να δούμε πόσο ανέχεται και η δική μας «επικρατούσα θρησκεία» το αστείο και το γέλιο. Και τότε με έκπληξη θα διαπιστώσουμε ότι η ορθόδοξη θεολογία είναι εξαιρετικά αυστηρή πάνω σ’ αυτό το ζήτημα. Οι έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας είναι εκείνοι που επιδεικνύουν τη λιγότερη ανοχή απέναντι στο γέλιο: Το θεωρούν ανθρώπινη αδυναμία, απότοκο του προπατορικού αμαρτήματος, και το αποδίδουν στον διάβολο.

Το γέλιο στη Βίβλο

Η πρώτη χρονολογικά, η πιο γνωστή και περισσότερο σχολιασμένη σκηνή γέλιου στην Παλαιά Διαθήκη είναι η στιγμή που η Σάρρα ακούει τον Κύριο να πληροφορεί τον Αβραάμ ότι του χρόνου η γυναίκα του θα γεννήσει.

Αντιγράφουμε από τη μετάφραση της Ελληνικής Βιβλικής Εταιρείας:

«Η Σάρρα τα άκουγε όλα αυτά, γιατί στεκόταν από πίσω του, στο άνοιγμα της σκηνής. Ο Αβραάμ και η Σάρρα ήταν γέροντες προχωρημένης ηλικίας, και η Σάρρα δεν είχε πια περίοδο.

»Η Σάρρα λοιπόν γέλασε κρυφά καθώς σκεφτόταν: «Αφού γέρασα, είναι δυνατόν να έχω ορμές; Κι ο άντρας μου είναι κι αυτός γέροντας». Αλλά ο Κύριος είπε στον Αβραάμ: «Γιατί γέλασε η Σάρρα; Γιατί αμφιβάλλει ότι θ’ αποκτήσει γιο τώρα που γέρασε; Τίποτα δεν είναι αδύνατο για τον Κύριο! Οταν την ίδια εποχή ύστερα από ένα χρόνο θα ξανάρθω σπίτι σου, η Σάρρα θα έχει γιο». Η Σάρρα αρνήθηκε και είπε: «Δε γέλασα» – γιατί φοβήθηκε. Αλλά εκείνος της είπε: «Και όμως, γέλασες»» (Γένεσις, 18,10).

* Αυτό το γέλιο της Σάρρας θα εμπνεύσει το Θεό να ονομάσει τον γιο του ζεύγους Ισαάκ. Yishaq στα εβραϊκά σημαίνει «γελάει» ή «άσ’ τον να γελάει». Τα γέλια της Σάρρας της βγήκαν ξινά: «Ο Αβραάμ ήταν εκατό ετών όταν γεννήθηκε ο Ισαάκ, ο γιος του. Και είπε η Σάρρα: «Περίγελω μ’ έκανε ο Θεός. Οποιος ακούει ότι έκανα γιο θα γελάει μ’ εμένα». Και συνέχισε: «Ποιος να το ‘λεγε στον Αβραάμ ότι η Σάρρα θα θήλαζε παιδιά! Στα γερατειά του του γέννησα παιδί»» (21,5).

* Οι ερμηνευτές της Βίβλου επί αιώνες πολλούς διασταυρώνουν τα ξίφη τους για το αν το γέλιο της Σάρρας ήταν έκφραση αδυναμίας, λειψής πίστης (και επομένως καταδικάζεται) ή χαράς μπροστά στο θαύμα (και κατά συνέπεια ευλογείται). Σε ένα τόσο εκτεταμένο αφήγημα όσο η Παλαιά Διαθήκη είναι φυσικό να περιλαμβάνονται και άλλες αναφορές στο γέλιο, καθώς και σκηνές με ειρωνική διάθεση. Ωστόσο είναι επικίνδυνο να μπερδέψουμε τη σημερινή αίσθηση χιούμορ με εκείνη που είχαν οι συντάκτες των Ιερών Βιβλίων πριν από κάποιες χιλιετίες.

* Τα μηνύματα προς τους αναγνώστες της Βίβλου δεν είναι μονοσήμαντα. Ακόμα και στο ίδιο βιβλίο υπάρχουν αποκλίνουσες αναφορές. Στον Εκκλησιαστή, για παράδειγμα, όπου μιλάει ο γιος του Δαβίδ, βασιλιάς στην Ιερουσαλήμ, στην αρχή διαβάζουμε: «Για το γέλιο κατέληξα πως είν’ ανοησία και για τη χαρά σκέφτηκα «τι ωφελεί;»» (2,2). Και σε άλλο σημείο: «Προτιμότερη είναι η λύπη από το γέλιο.

»Γιατί μπορεί να δίνει στο πρόσωπο όψη θλιμμένη, αλλά σου μαθαίνει τη ζωή. Οι σοφοί βρίσκονται εκεί που οι άνθρωποι πενθούν και οι ανόητοι εκεί που γλεντούν» (7,3). Αλλά στο ίδιο βιβλίο υπάρχει και η πιο ισορροπημένη διατύπωση: «Για όλα πάνω στη γη υπάρχει ο κατάλληλος χρόνος και ο συγκεκριμένος καιρός […] Καιρός που κλαίει κανείς και που γελάει. Που θρηνεί και που χορεύει» (3,4).

* Τις περισσότερες φορές είναι ο ίδιος ο Θεός που γελάει. Παράδειγμα στους Ψαλμούς: «Θ’ αναγελάσει εκείνος που ‘χει στους ουρανούς το θρόνο του» (2,4), «Ο Κύριος γελάει μαζί του (σ.σ. με τον ασεβή), γιατί ξέρει πως έρχεται της τιμωρίας του η μέρα» (37,13), «Αλλά συ, Κύριε, γελάς μ’ αυτούς χλευάζεις όλα τα έθνη» (59,9). Ο Σολομών στις Παροιμίες του γράφει ότι η θεϊκή σοφία γελάει εκδικητικά με τους ανόητους: «Απορρίψατε όλες μου τις συμβουλές και περιφρονήσατε τις επιπλήξεις μου. Γι’ αυτό κι εγώ με την καταστροφή σας θα γελάσω, θα σας ειρωνευτώ όταν σας κυριέψει ο τρόμος» (1,26).

Ο αγέλαστος Ιησούς

Αν ο Γιαχβέ συχνά πυκνά γελούσε, δεν φαίνεται να κληροδότησε αυτή του την ιδιότητα στον μονογενή Υιό του. Σύμφωνα με τη διατύπωση πολλών Πατέρων της Εκκλησίας ο Χριστός «δεν γέλασε ποτέ». Οπως εξηγεί ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, τόσο τα Ευαγγέλια, όσο και οι Πράξεις και οι Επιστολές, αντιμετωπίζουν εντελώς αρνητικά την υπόθεση «γέλιο».

* Τα πράγματα παίρνουν, λοιπόν, μια αυστηρότερη μορφή στην Καινή Διαθήκη που μας αφορά άμεσα. Το γέλιο είναι παρόν, αλλά κυρίως ως ειρωνεία και κοροϊδία όσων δεν πιστεύουν στον Ιησού και τη διδασκαλία του. Τον περιγελούν όταν τους λέει ότι η κόρη του άρχοντα δεν πέθανε αλλά κοιμάται (Κατά Ματθαίον, 9,24). Τον κοροϊδεύουν οι στρατιώτες του Πιλάτου, γονατίζουν μπροστά του και λένε «Ζήτω ο βασιλιάς των Ιουδαίων» (Κατά Ματθαίον, 27,29).

* Η διδασκαλία του Ιησού είναι σαφής επ’ αυτού: «Μακάριοι εσείς που τώρα κλαίτε γιατί θα χαρείτε […] Αλίμονο σ’ εσάς που τώρα γελάτε, γιατί θα θρηνήσετε και θα κλάψετε» (Κατά Λουκάν, 6,21-25). Πουθενά στα Ευαγγέλια δεν αναφέρεται ο Ιησούς να γελάει, ενώ αλλού κλαίει («Τότε ο Ιησούς δάκρυσε», Κατά Ιωάννην 11,35), αλλού τρώει («Τα πήρε και τα έφαγε μπροστά τους», Κατά Λουκάν, 24/43), αλλού πίνει («Ο Ιησούς της λέει, «δώσε μου να πιω»», Κατά Ιωάννην, 4/7) ή κοιμάται («Ο Ιησούς ήταν στην πρύμνη και κοιμόταν πάνω σ’ ένα μαξιλάρι», Κατά Μάρκον, 4/38).

* Υπάρχουν, όμως και ορισμένες ενδείξεις ότι αυτή η εικόνα ενός σοβαρού και αγέλαστου δασκάλου είναι πλασματική και οφείλεται στο γεγονός ότι στα Ευαγγέλια περιγράφεται μόνο η δημόσια δράση του Ιησού τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του και η πορεία του προς το εκούσιο πάθος, γεγονός που επέβαλε στους Ευαγγελιστές να αυτολογοκριθούν και να αποσιωπήσουν τις πιο χαλαρές πλευρές του χαρακτήρα του.

* Προς αυτή την κατεύθυνση συντείνει και η μαρτυρία του Ευαγγελιστή, ο οποίος αντιπαραβάλλει την εικόνα ενός γλεντζέ Ιησού προς εκείνη του ασκητή Προδρόμου: «Ηρθε ο Ιωάννης, που δεν έτρωγε και δεν έπινε και είπαν «είναι δαιμονισμένος». Ηρθε ο Υιός του Ανθρώπου, που τρώει και πίνει, και λένε «φαγάς και οινοπότης είν’ αυτός»» (Κατά Ματθαίον, 11, 18).

* Αλλά και το πρώτο θαύμα που αναφέρεται στα Ευαγγέλια δεν είναι άλλο από τη δημιουργία κρασιού από νερό για τις ανάγκες του γλεντιού στον γάμο της Κανά (Κατά Ιωάννην, 2,6).

* Από την άλλη μεριά, η εικόνα του αγέλαστου Ιησού συνδέεται περισσότερο με την παράδοση του θείου παιδιού. Απαιτεί ασφαλώς σοβαρότητα η εικόνα του δωδεκάχρονου Ιησού που συζητούσε με τους νομοδιδάσκαλους στον Ναό (Κατά Λουκάν, 2,40) και επιτιμούσε με αυστηρότητα τους γονείς του που ανησυχούσαν γι’ αυτόν.

Οι έλληνες Πατέρες

Ανεξάρτητα από τον ανθρώπινο χαρακτήρα της ιστορικής μορφής του Ιησού, σημασία για την εξέλιξη της διδασκαλίας του έχει η κωδικοποίηση του δόγματος που πραγματοποιήθηκε τους πρώτους αιώνες της χριστιανικής εξάπλωσης. Εδώ σταματούν οι επαμφοτερίζουσες διατυπώσεις. Το γέλιο καταδικάζεται αποφασιστικά ως προϊόν του διαβόλου!

* Ερμηνεύοντας τις Γραφές ο Μεγάλος Βασίλειος θεωρεί ότι «το να κατέχεται κανείς από ασυγκράτητο και άμετρο γέλωτα είναι απόδειξη ακράτειας και δεικνύει ότι δεν ελέγχει τας συγκινήσεις του και ότι δεν καταπιέζεται η χαλαρότητα της ψυχής με αυστηρή κριτική. Η συγκίνηση βέβαια της ψυχής δεν είναι απρεπές να εκδηλώνεται μέχρι και με ένα φωτεινό μειδίαμα, όσο διά να δείξει μόνον τον λόγο της Γραφής, ότι «όταν ευφραίνεται η καρδία, το πρόσωπο θάλλει».

»Αλλά ο δυνατός γέλως και οι αθέλητοι άτακτοι κινήσεις του σώματος δεν είναι γνωρίσματα εκείνου που ελέγχει την ψυχή του ούτε του δοκίμου ούτε εκείνου που εξουσιάζει τον εαυτόν του» («Οροι κατά πλάτος, Β’»).

* Ο Βασίλειος είναι σαφής και για τον Ιησού: «Ο Κύριος εις καμίαν περίπτωση δεν φαίνεται ότι εγέλασεν, όσον ημπορούμε να κρίνουμε από τις ευαγγελικές αφηγήσεις, αλλά και χαρακτήριζε δυστυχισμένους τους κατεχομένους από τον γέλωτα». Οσο για τις αναφορές της Παλαιάς Διαθήκης στο γέλιο και πάλι ο Αγιος της Πρωτοχρονιάς δεν αφήνει ερωτηματικά: «Ας μη παραπλανώμεθα από την αμφίβολον σημασία της λέξεως «γέλως». Διότι η Γραφή πολλάκις ονομάζει γέλωτα την χαράν της ψυχής και την φαιδράν διάθεσιν, που δημιουργείται από τα συμβαίνοντα αγαθά».

* Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς αφιερώνει ειδικό κεφάλαιο του μεγάλου του έργου «Παιδαγωγός» στο γέλιο («Περί γέλωτος»). Η άποψή του είναι ότι πρέπει να εξορίζονται οι γελωτοποιοί: «Τους ανθρώπους που μιμούνται τα γελοία ή μάλλον τα καταγέλαστα πάθη πρέπει να τους απομακρύνουμε από την πολιτεία μας».

Κατά μείζονα λόγο δεν πρέπει να τους μιμούμαστε: «Αν λοιπόν πρέπει ν’ αποβάλουμε τους γελωτοποιούς από την πολιτεία μας, πολύ περισσότερο δεν πρέπει να επιτρέπουμε στους εαυτούς μας να γελωτοποιούμε. […] Αλλά και τον ίδιο τον γέλωτα πρέπει να χαλιναγωγούμε. Διότι το γέλιο, όταν εξάγεται με τον τρόπο που αρμόζει, εμφανίζει κοσμιότητα, όταν όμως δεν εκδηλώνεται έτσι, δείχνει ακολασία. […] Επειδή δηλαδή ο άνθρωπος είναι γελαστικό ζώο, αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να γελά για τα πάντα, αφού ούτε ο ίππος, που είναι χρεμετιστικός, δεν χρεμετίζει για τα πάντα. Ως λογικά ζώα πρέπει να κατευθύνομε τους εαυτούς μας με μετριοπάθεια, χαλαρώνοντας αρμονικώς την αυστηρότητα και την υπερένταση του ζήλου μας, χωρίς να τα διαλύομε δυσαρμονικά. Η κόσμια και αρμονική άνεσις του προσώπου, σαν οργάνου, ονομάζεται μειδίαμα, κι έτσι στο πρόσωπο ανακλάται η διάχυσις και το γέλιο ανήκει στους σώφρονες. Η δυσαρμονική όμως έκλυσις του προσώπου, αν γίνεται στις γυναίκες, ονομάζεται κιχλισμός που είναι πορνικό γέλιο, κι αν γίνεται στους άνδρες, ονομάζεται καγχασμός και είναι γέλιο προκλητικό κι υβριστικό. […] Πρέπει επίσης να γίνεται εκπαίδευσις στο μειδίαμα. Αν πρόκειται για αισχρά πράγματα, πρέπει να φαινόμαστε μάλλον ότι κοκκινίζουμε, παρά ότι χαμογελούμε, για να μη νομιστεί ότι συμμετέχουμε στην ηδονή από συμπάθεια. […] Για τα μειράκια μάλιστα και τις γυναίκες ο γέλωτας είναι ολίσθημα προς τις διαβολές» (Ο Παιδαγωγός, Λόγος Β’, 46-47).

* Ο πιο σκληρός αντίπαλος του γέλιου μεταξύ των Πατέρων της Εκκλησίας ήταν χωρίς αμφιβολία ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Στο Υπόμνημά του για την Προς Εβραίους Επιστολή του Παύλου (Ομιλία ΙΕ) αναπτύσσει μια εκτενή διατριβή εναντίον του γέλιου, το οποίο ευθέως συνδέει με τον διάβολο: «Στέκεσαι και γελάς όπως οι κοσμικές γυναίκες, προκαλώντας τα γέλια σαν τις γυναίκες του θεάτρου; Αυτό τα ανέτρεψε όλα, αυτό τα κατέρριψε. Κατάντησαν τα δικά μας γέλως και πολιτισμός και αστειότητα. Τίποτα το σταθερό, τίποτα το στερεό. Δεν τα λέγω αυτά μόνο προς τους κοσμικούς άνδρες, αλλά γνωρίζω ποιους υπαινίσσομαι. Γέμισε η Εκκλησία από γέλωτα.

»Αν ο τάδε πει κάποιο αστείο, αμέσως προκαλούνται γέλια σ’ εκείνους που κάθονται. Και το θαυμαστό είναι ότι πολλοί δεν σταματούν να γελούν και κατά την ίδια την ώρα της ευχής. Παντού χορεύει ο διάβολος, όλους τους ντύθηκε, όλους τους εξουσιάζει. Ατιμάσθηκε ο Χριστός, περιφρονήθηκε, δεν υπάρχει πουθενά η εκκλησία. Δεν ακούτε τον Παύλο που λέγει «αισχρότητα και μωρολογία και γελοιότητες ας εξαφανισθούν από σας»; Μαζί με την αισχρότητα αναφέρει τη γελοιότητα και συ γελάς; Μωρολογία τι είναι;

»Εκείνα που δεν έχουν τίποτα χρήσιμο. Γελάς λοιπόν διαρκώς και φαιδρύνεις το πρόσωπό σου συ ο μοναχός; Γελάς, πες μου, συ που έχει σταυρωθεί, συ που πενθείς; Πού άκουσες το Χριστό να το κάνει αυτό; Πουθενά, αλλά πόσες φορές ήταν σκυθρωπός. Πραγματικά, όταν είδε την Ιερουσαλήμ δάκρυσε, όταν σκέφτηκε τον προδότη ταράχτηκε και όταν επρόκειτο ν’ αναστήσει τον Λάζαρο έκλαψε. Και συ γελάς; […] Ο παρών καιρός είναι καιρός πένθους και θλίψεως, βασάνων και δουλαγωγίας, αγώνων και ιδρώτων, και συ γελάς;»

* Κάπου ο Ιωάννης καταλαβαίνει ότι το παράκανε και βάζει λίγο νερό στο κρασί του: «Και τι κακό, λέγει, είναι το γέλιο; Δεν είναι κακό το γέλιο, αλλά κακό είναι όταν γίνεται πέρα από το μέτρο και άκαιρα. […] Το γέλιο υπάρχει στην ψυχή μας, για να ανακουφίζεται κάποτε η ψυχή, όχι για να οδηγείται στη διάχυση. Αλλωστε και η επιθυμία υπάρχει μέσα στα σώματά μας και δεν πρέπει οπωσδήποτε επειδή υπάρχει να τη χρησιμοποιούμε ή να τη χρησιμοποιούμε πέρα από το μέτρο».

* Απ’ ό,τι φαίνεται, αυτή η εμμονή του Ιωάννη στο κλάμα είχε αποτυπωθεί και σε παρατσούκλια που του απηύθυναν οι σύγχρονοί του. Μας το λέει ο ίδιος: «Γνωρίζω ότι πολλοί με κατηγορούν, λέγοντας «αμέσως δάκρυα»». Αλλα εκείνος επιμένει: «Ας πενθήσουμε, αγαπητοί, ας πενθήσουμε για να γελάσουμε πραγματικά, για να νιώσουμε πραγματική ευφροσύνη κατά τον καιρό της ειλικρινούς χαράς». Φυσικά αυτή η «ειλικρινής χαρά» και τα γέλια μετατίθενται για την άλλη ζωή.

Αυτή η διδασκαλία κατά του γέλιου οδήγησε στη θέσπιση της απαγόρευσής του στο εσωτερικό των μοναστικών κοινοτήτων. Οι περισσότεροι κανονισμοί μονών προβλέπουν συγκεκριμένα επιτίμια (ποινές) για τους μοναχούς που παρασύρονται σε γέλια.

Δεν είναι ασφαλώς σύμπτωση που στο γνωστό αστυνομικό μπεστ σέλερ «Το Ονομα του Ρόδου» που διαδραματίζεται στο εσωτερικό ενός μεσαιωνικού μοναστηριού, ο Ουμπέρτο Εκο έχει τοποθετήσει στο κέντρο της μυθοπλασίας τις φιλοσοφικές και θεολογικές διαφωνίες για το γέλιο.

Στην εκτενή συζήτηση μεταξύ του Γουλιέλμου της Μπάσκερβιλ και του γηραιού μοναχού Χόρχε του Μπούργκος, το τελικό επιχείρημα του Χόρχε εναντίον του γέλιου είναι και πάλι το γνωστό: «Ξέρετε ότι ο Χριστός δεν γελούσε». Ο Γουλιέλμος τον αμφισβητεί: «Δεν είμαι βέβαιος. Οταν καλεί τους Φαρισαίους να ρίξουν τον πρώτο λίθο, όταν ζητά να μάθει ποιος απεικονίζεται στο νόμισμα που θα δοθεί ως φόρος, όταν παίζει με τις λέξεις και λέει «Συ ει Πέτρος», πιστεύω ότι έλεγε πράγματα ευφυή που σπέρναν τη σύγχυση στους αμαρτωλούς και εμψύχωναν τους πιστούς του. […] Ως και ο Θεός, λοιπόν, εκφράζεται με αστεϊσμούς για να σπείρει τη σύγχυση σ’ αυτούς που θέλει να τιμωρήσει» (σ. 180).

Κλειδί του μυστηρίου στο μυθιστόρημα είναι -τι άλλο- μια φιλοσοφική πραγματεία για το γέλιο που θα εξαφανιστεί, γιατί όπως λέει ο Χόρχε: «Το γέλιο είναι η αδυναμία, η εξαχρείωση, η αηδία της σάρκας μας. […] Το γέλιο αποσπά για μερικές στιγμές τον αγροίκο από τον φόβο. Μα ο νόμος επιβάλλεται με το δέος, του οποίου το αληθινό όνομα είναι «φόβος Θεού»» (σ. 624).

Ο Εκο δεν είναι, βέβαια, ο πρώτος λογοτέχνης που ασχολήθηκε με το ζήτημα. Σχολιάζοντας την «Ουσία του γέλιου και του κωμικού στη γλυπτική», ο Μποντλέρ παρατηρεί ότι σύμφωνα με τις Γραφές το «γέλιο είναι ένα καταραμένο στοιχείο που προέρχεται από το διάβολο και είναι ένα από τα πολλά κουκούτσια που περιέχονται στο συμβολικό μήλο». Ως απόδειξη αυτής της θέσης του ο Μποντλέρ επαναλαμβάνει κι αυτός ότι πουθενά ο Ιησούς δεν γελάει και παραπέμπει σε ανάλογες διαπιστώσεις πολλών ομοτέχνων του (Curiosites esthetiques, 1855, Garnier, Paris 1969).

Και τώρα τι κάνουμε; Πρέπει -όσοι πιστεύουν- να τα βάψουν μαύρα και να σταματήσουν να γελούν;

Αστειεύεστε, βέβαια. Υπάρχει και η αισιόδοξη πλευρά. Επιμένοντας τόσο πολύ εναντίον του γέλιου, οι Πατέρες της Εκκλησίας και ειδικά οι θεωρητικοί του ασκητισμού απλώς πιστοποιούν το γεγονός ότι το γέλιο είναι σύμφυτο με την ανθρώπινη ιδιότητα.

Στην πραγματικότητα, λοιπόν, εξισώνοντας το γέλιο με τον Σατανά οι θεολόγοι και οι μοναχοί εκείνης της περιόδου εκδηλώνουν την ουτοπική αισιοδοξία τους και την πίστη τους ότι ο άνθρωπος μπορεί να ξεπεράσει τη σαρκική του υπόσταση. Καταπνίγοντας το γέλιο μέσα τους είναι σαν να νικούν τον Σατανά, έστω σ’ αυτό το μικρό αλώνι. Τον Σατανά που τους κρατάει μακριά από τον Θεό, στην κατάσταση της «πτώσης». Πόσο ρεαλιστικό είναι αυτό; Μα είναι θέμα απλής άσκησης. Μας το διδάσκει ένα απλό παιδικό παιχνίδι όπου χάνει όποιος γελάσει πρώτος. Γνωρίζουμε ότι κάποια παιδιά αντέχουν περισσότερο, αλλά στο τέλος όλοι γελούν.

Η καταστροφή του μοναχού

Η διαμάχη του χριστιανισμού με το γέλιο βρίσκεται στο απόγειό της με την άνθηση του ασκητισμού και ειδικότερα του αναχωρητισμού σε περιοχές της ερήμου. Ειδικό κεφάλαιο για να καταδικάσει το γέλιο έχει αφιερώσει στα «Ασκητικά» του ο όσιος Εφραίμ ο Σύρος, ο οποίος συγκαταλέγεται μεταξύ των μεγάλων πατέρων και διδασκάλων της Ορθόδοξης Εκκλησίας (Δ’ αιώνας). Το κεφάλαιο ονομάζεται «Οτι δεν πρέπει να γελώμεν και να μετεωριζόμεθα, αλλά να κλαίωμεν και να θρηνώμεν εαυτούς» (μετάφραση Μάρκου Σακκορράφου, 1864). Ο Εφραίμ θεωρεί το γέλιο καταστροφή:

«Αρχή της καταστροφής του μοναχού είναι ο γέλως και η παρρησία. Οταν εις ταύτα ίδης σεαυτόν, μοναχέ, γίνωσκε ότι κατήντησας εις βάθη κακών. Μη παύσης δεόμενος του Θεού, όπως σε ελευθερώση του θανάτου τούτου. Ο γέλως και η παρρησία εις πάθη αισχρά επιρρίπτουσι τον μοναχόν. Και ουχί μόνον τους νεωτέρους, αλλά και τους γέροντας. Ο γέλως και η παρρησία κατακρημνίζει τον μοναχόν. Είπε τις των αγίων περί της παρρησίας. Η παρρησία είναι ομοία προς άνεμον θερμόν, διαφθείρουσα τους καρπούς του μοναχού. Περί δε του γέλωτος νυν άκουε. Ο γέλως εκδιώκει τον μακαρισμόν των λυπουμένων και τα οικοδομηθέντα κατακρημνίζει. Ο γέλως λυπεί το Αγιον Πνεύμα, την ψυχήν δεν ωφελεί, το δε σώμα διαφθείρει. Ο γέλως τας αρετάς εκδιώκει, δεν έχει μνήμην θανάτου, ουδέ μελέτην των κολάσεων. Αφαίρεσον απ’ εμού, Κύριε, τον γέλωτα, και δώρησέ μοι λύπην και κλαυθμόν, τον οποίον επιζητείς, Θεέ μου, παρ’ εμού.
[…]
Η λύπη οικοδομεί και διαφυλάσσει. Η λύπη την ψυχήν εκπλύνει διά των δακρύων και καθιστά αυτήν καθαράν. Η λύπη γεννά την σωφροσύνην, αποκόπτει τας ηδονάς, κατορθοί αρετάς. Και τι να λέγω έτι; Η λύπη υπό του Θεού μακαρίζεται, και υπό των αγγέλων παρηγορείται. Οθεν έλεγε τις των μαθητών του Κυρίου. «Ο γέλως υμών εις λύπην θέλει μεταβληθή και η χαρά εις κατήφειαν». Ταπεινώθητι υπό την κραταιάν χείρα του Κυρίου και θέλει υψώσει υμάς».

Οι συναξαριστές των ασκητών διηγούνται πολλές ιστορίες για τις προσπάθειες των δαιμόνων να βάλουν σε πειρασμό τους ερημίτες μόνο και μόνο για να τους κάνουν να γελάσουν. Ο ερημίτης που γελά είναι εκείνος που παραβαίνει τον όρκο του και υποκύπτει στον Σατανά. Και πώς είναι δυνατόν να επιτευχθεί η αυτοσυγκράτηση; Μας το εξηγεί και πάλι ο όσιος Εφραίμ, περιγράφοντας τις τεχνικές «αποστροφής των οφθαλμών» από κάθε πειρασμό: «Οταν λοιπόν έρχεται ο Δαίμων να μορφώνη τον πειρασμόν και να ζωγραφίζη εις την διάνοιάν σου κάλλος γυναικός, την οποίαν ποτέ είδες, συλλογίσου τον φόβον του Θεού, και ενθυμήθητι τους κοιμωμένους εις τους τάφους. Συλλογίσθητι την ημέραν του θανάτου σου, όταν μέλλη η ψυχή σου να χωρισθή από το σώμα. Ενθυμήθητι την φοβεράν και φρικώδη φωνήν, την οποίαν θέλουσιν ακούσει όσοι δεν εφύλαξαν τας εντολάς του Χριστού. «Υπάγετε απ’ εμού οι κατηραμένοι εις το πυρ το αιώνιον, το ητοιμασμένον διά τον Διάβολον και τους αγγέλους του. Εις το σκότος το εξώτερον, όπου θέλει είναι ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων». Συλλογίσθητι τον σκώληκα τον ακοίμητον και την ατελεύτητον βάσανον. Ταύτα συλλογίσθητι και ενθυμήθητι, και θέλει διαλυθή η επιθυμία της ηδονής από του νοός σου, καθώς διαλύεται ο κηρός από προσώπου πυρός. Διότι οι δαίμονες δεν δύνανται ν’ αντισταθώσιν εις τον φόβον του Θεού. Οστις όμως δεν εναντιώνεται εις την επιθυμίαν, αλλ’ αφήνει τους οφθαλμούς αυτού ελευθέρους να περιπλανώνται ένθα κακείθεν, ούτος εξάπαντος πίπτει εις τα πάθη και εάν λείψη η εντροπή των ανθρώπων φθείρει το σώμα του».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ

Georges Minois
«Histoire du rire et de la derision»

(«Fayard», Paris 2000)
Η ιστορία αυτή του γέλιου περιλαμβάνει ειδικό κεφάλαιο για την εκχώρηση του γέλιου στις πράξεις του διαβόλου κατά τους πρώτους αιώνες της επικράτησης του χριστιανισμού.

Gary Webster
«Laughter in the Bible»

(«The Bethany Press», St. Louis 1960)
Κλασική μελέτη για το γέλιο στη Βίβλο, γραμμένη από μεθοδιστή ιερέα.

Bernard Sarrazin
«Jesus n’ a jamais ri. Histoire d’ un lieu commun»

(«Recherches de Sciences Religieuses», 82/2, 1994)
Η σχέση του Ιησού με το γέλιο, σύμφωνα με τους Πατέρες της Εκκλησίας και τους μεγάλους λογοτέχνες.

Jacques Le Goff
«Jesus a-t-il ri?»

(«Histoire», 158, Σεπτέμβριος 1992)
Ο σημαντικός ιστορικός έχει ασχοληθεί σε πολλές μονογραφίες του με τον εξοβελισμό του γέλιου από τις χριστιανικές κοινότητες του μεσαίωνα και τις θεολογικές καταβολές του.

Ουμπέρτο Εκο
«Το Ονομα του Ρόδου»

(μετάφραση Εφη Καλλιφατίδη, εκδ. «Γνώση», Αθήνα 1985)
Κλειδί του μυστηρίου, η «βλάσφημη» πραγματεία του Αριστοτέλη για το γέλιο.

ΔΕΙΤΕ

«Ο Σίμων της ερήμου»
(Simon del desierto) του Λουίς Μπουνιουέλ (1965)
Μιμούμενος το παράδειγμα του Συμεών του Στυλίτη, ο ήρωας της ταινίας αποσύρεται σε έναν στύλο και αποκρούει τους πειρασμούς του διαβόλου. Το σουρεαλιστικό χιούμορ του σκηνοθέτη συνδυάζεται απολύτως με την εξίσου σουρεαλιστική προσπάθεια του ασκητή να αποφύγει το διαβολικό γέλιο.

(Ελευθεροτυπία, 2/4/2006)

Πηγή : http://www.iospress.g

About Antikleidi Blog

Antikleidi blog antikleidiblog@gmail.com
This entry was posted in Θρησκεία. Bookmark the permalink.

Σχολιάστε